κρηπιδώνω

κρηπιδώνω
(Α κρηπιδῶ, -όω) [κρηπίς (Ι)]
1. κατασκευάζω κρηπίδα, φτειάχνω θεμέλια («τὸ δὲ χωρίον, ἐν ᾧ ἐσκήνησε, λίθοις τετραπέδοις ἐκρηπίδωσε», Δίων Κάσα)
2. κατασκευάζω προκυμαία
αρχ.
1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα
2. παθ. κρηπιδοῡμαι, -όομαι
α) βάζω τα παπούτσια μου
β) βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον («κατ' ἐπιδημίαν τις ἐν Σπάρτη κρηπιδούμενος ὀρθὸς ἐπὶ θατέρου σκέλους», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”